τραγαλίζω

τραγαλίζω
Α
τρώω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος < θ. τραγ- τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν) με υγρό ένθημα -αλ- (πρβλ. τρωγ-άλ-ιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγαλίζοντα — τραγαλίζω pres part act neut nom/voc/acc pl τραγαλίζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγαλιζομένους — τραγαλίζω pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγαλίζειν — τραγαλίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγάλιζον — εἰσ τραγαλίζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εἰσ τραγαλίζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγαλισμός — ὁ, Μ [τραγαλίζω] αἶκλον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”